Ο Τζον, ένας νυχτερινός περιπατητής με το καπέλο του φτιαγμένο από αστερόσκονη, διασχίζει την πλατεία που είναι στρωμένη με πέτρες σμιλευμένες από χρυσό και μυρίζει σαν καβουρδισμένα όνειρα. Στην πλατεία βρίσκεται ένα ρολόι, αλλά οι δείκτες του δείχνουν αόριστα, πώς να καταλάβεις τον χρόνο όταν ο χρόνος δεν έχει καθόλου σύνορα;
Κάποια στιγμή, ο Τζον συναντά μια μικρή σκακιστική επιτροπή που παίζει σκάκι με ιππότες από μολύβι και βασιλιάδες από ροδόσταγμα. Οι πιόνια στροβιλίζονται στον αέρα σαν κλασικά μπάλες που αλλάζουν σχήματα ανάλογα με τα σενάρια του παιχνιδιού. Ο Τζον παρατηρεί με απορία την κίνηση των κομματιών που φαίνεται να χορεύουν έναν χορό παράδοξων στρατηγικών, λες και η ζωή τους είναι μια ατελείωτη ακολουθία από ανατροπές και επαναστάσεις.
Ξαφνικά, οι σκακιστές αποφασίζουν να προσθέσουν ένα νέο κομμάτι στο παιχνίδι: μια βασίλισσα από τυρκουάζ φως, που προχωρά με κινήσεις που φαίνονται ταυτόχρονα αβέβαιες και γεμάτες σκοπό. Την ίδια στιγμή, τα υπόλοιπα κομμάτια αρχίζουν να τραγουδούν στίχους που προέρχονται από παλιά παραμύθια, και η πλατεία γεμίζει με μια μελωδία που λες και συνθέτει ο ίδιος ο αέρας.
Από μια άγνωστη γωνιά, μια γυναίκα με ρούχα φτιαγμένα από αυγό και αστραπές εμφανίζεται, κρατώντας μια βεντάλια φτιαγμένη από ρωγμές του φεγγαριού. Η γυναίκα φέρνει ένα μήνυμα που δεν είναι γραμμένο σε κανένα χαρτί αλλά κυλάει πάνω σε καπνό και ίριδες. Ο Τζον διαβάζει με το μυαλό του, και οι λέξεις σχηματίζουν εικόνες που διαλύονται και ανασυντίθενται όπως το νερό της βροχής πάνω σε σκυρόδεμα.
Ακριβώς την ίδια στιγμή, μια ομάδα πτηνών από λάδι ξεκινά να χορεύει γύρω από την πλατεία, γεμίζοντας τον αέρα με μια αίσθηση ονειρικής μυσταγωγίας. Η φτερωτή τους πορεία είναι τόσο οργανωμένη όσο και χαοτική, λες και οι φτερούγες τους παίζουν μια μουσική που μόνο το εσωτερικό του κόσμου καταλαβαίνει.
Ο Τζον αποφασίζει να ακολουθήσει τους πουλιά, και οι δρόμοι από φως αρχίζουν να στροβιλίζονται γύρω του, δημιουργώντας μια αίσθηση αιώρησης και ελευθερίας. Ακολουθεί τη διαδρομή τους, περνώντας μέσα από στέγες που αιωρούνται και φαντάσματα που χορεύουν στους τοίχους, ώσπου τελικά φτάνει σε μια πηγή που πηγάζει από τα βάθη του ουρανού και ρέει σε κάθε κατεύθυνση.
Εκεί, συνειδητοποιεί ότι ο κόσμος του δεν ήταν παρά μια μεγάλη παραλλαγή του φανταστικού, μια συνύπαρξη ονείρων και πραγματικότητας που υπήρχε για να τον εκπλήσσει και να τον αιχμαλωτίζει. Και καθώς κοιτάζει το φως της πηγής να λαμπυρίζει, συνειδητοποιεί ότι το μόνο που του μένει είναι να παραδώσει την ψυχή του στον ρυθμό του παράλογου, να χορέψει στην μελωδία που είναι η ζωή του και να αφήσει τον εαυτό του να γίνει μέρος της αέναης, σουρεαλιστικής παράστασης.