Τα νιάτα μου. Ήταν εκεί, κλεισμένα σε αυτό το ποτήρι. Κάθε γουλιά θα με έφερνε πιο κοντά σε όλα εκείνα που είχα ζήσει, που είχα νιώσει, που είχα αγαπήσει και χάσει. Το γέλιο των φίλων μου στους παλιούς δρόμους, η πρώτη αγάπη, οι βόλτες στις αμμουδιές τα καλοκαίρια, οι κουβέντες που κρατούσαν μέχρι το ξημέρωμα. Όλα εκείνα τα στιγμιότυπα που τώρα έμοιαζαν τόσο μακρινά, σαν μια ταινία που τελείωσε κι εγώ ήμουν απλώς θεατής.
Κοίταξα ξανά το ποτήρι. Δεν ήταν απλώς κρασί. Ήταν ο χρόνος που είχα αφήσει πίσω. Ήταν τα όνειρα που κυνήγησα, οι φιλίες που άνθισαν και χάθηκαν, οι επιθυμίες που με οδήγησαν σε δρόμους άγνωστους, γεμάτους υποσχέσεις και παγίδες. Και όλο το ήπια με μιας.
Η γεύση του ήταν γλυκόπικρη, όπως και η ζωή. Ήταν το μεθυστικό άρωμα της νιότης, μαζί με τη σοφία της εμπειρίας που φέρνει ο χρόνος. Κάθε σταγόνα θύμιζε μια στιγμή: τη χαρά της ανακάλυψης, την αγωνία της αναμονής, την απογοήτευση των αποχωρισμών.
Και όταν το ποτήρι άδειασε, έμεινα εκεί να κοιτώ τα αστέρια. Τα νιάτα μου είχαν πια πιει. Ήταν μέσα μου, βαθιά, σαν το κρασί που είχε κυλήσει στις φλέβες μου. Δεν είχαν φύγει. Απλώς είχαν γίνει κομμάτι μου, μια ανάμνηση που ζει και θα ζει όσο υπάρχω.
Γιατί, όσο κι αν πίνουμε το κρασί της ζωής, πάντα θα μείνει μια γουλιά για να μας θυμίζει ποιοι ήμασταν, ποιοι είμαστε, και ποιοι θα γίνουμε.