Ο Γεώργιος ξύπνησε σε ένα δωμάτιο που φαινόταν να είναι αέναα μεταβαλλόμενο. Οι τοίχοι δεν είχαν χρώμα, μόνο υφή, μια μάζα από ανατρεπτικές υφές που έμοιαζαν να αναστενάζουν όπως ένα αναποδογυρισμένο κάλυμμα βιβλίου. Μπροστά του, μια βαλίτσα, στην οποία είχε αποθηκεύσει ό,τι του ήταν πολύτιμο, είχε αρχίσει να εκρήγνυται σε ένα νεφελώδες σύννεφο ροζ και μπλε. Κάθε χρώμα που πετούσε από μέσα της ήταν μια αναμνηστική καρφίτσα από τα όνειρά του.
Ενώ αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να καταφέρει να φτιάξει τη βαλίτσα ξανά, το έδαφος του δωματίου άρχισε να υποχωρεί. Βρέθηκε να κρέμεται από έναν τεράστιο κλώνο γλυκόριζας που έμοιαζε να σχηματίζει μια ανατρεπτική ελικοειδή σκάλα. Κάθε βήμα του ανατροφοδοτούσε μια αίσθηση απελευθέρωσης αλλά και κλονισμού, σαν να ανησυχούσε μήπως το επόμενο βήμα θα τον οδηγήσει στην πλήρη αφανισμό. Το ίδιο το σύμπαν φαινόταν να μην ήξερε αν ήθελε να τον κρατήσει ή να τον αποδεχθεί στην αιωνιότητα της μη ύπαρξης.
Καθώς προχωρούσε, τον συνάντησε ένας πολύχρωμος νυχτερινός πεταλούδας με μάτια σαν μικροσκοπικές οθόνες τηλεόρασης. Του είπε με μια φωνή που ήταν σαν συνδυασμός από ψίθυρους και μουσική:
«Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο οι αλήθειες που φτιάχνουμε όταν αναρωτιόμαστε για τη δική μας ύπαρξη.»
Ο Γεώργιος προσπαθούσε να κατανοήσει τα λόγια του πεταλούδας, αλλά οι σκέψεις του παρασυρόταν από την εικόνα ενός παντοδύναμου καθρέφτη που εμφανίστηκε μπροστά του. Σε αυτόν τον καθρέφτη, είδε τον εαυτό του, αλλά σε μια παράλληλη πραγματικότητα όπου ήταν μια φαντασία που ζούσε αιώνια σε μια βροχή από φωτεινές σταγόνες.
Κάθε σταγόνα της βροχής ήταν μια αλήθεια που έμοιαζε να τυλίγει κάθε στιγμή της ύπαρξής του. Είχε ακούσει για τις παραμορφώσεις της πραγματικότητας, αλλά το να τις δει μπροστά του ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία. Ο καθρέφτης έμοιαζε να ανακλά διαφορετικές εποχές και καταστάσεις, δείχνοντας έναν κόσμο όπου το παρελθόν και το μέλλον συνέκλιναν σε μια στιγμή ατελείωτης εξιστόρησης.
Η αντανάκλαση του Γεώργιου μεταμορφωνόταν σε χορεύτρια που έμοιαζε να ζει τη ζωή της σε διαφορετικές εποχές και πολιτισμούς. Κάθε κίνηση της χορεύτριας ήταν και μια ιστορία από ένα όνειρο που ο Γεώργιος είχε δει ή ήθελε να δει. Η χορεύτρια του προσέφερε ένα γλυκό χαμόγελο, και με τη μορφή της, η κάθε αλήθεια του κόσμου του φαινόταν να μετατρέπεται σε ένα πρίσμα που έδινε νέα διάσταση στην πραγματικότητα.
Όπως η χορεύτρια απομακρυνόταν, η εικόνα στον καθρέφτη άρχισε να σκίζεται σε χιλιάδες κομμάτια, το καθένα με μια διαφορετική σκηνή από τη ζωή του Γεώργιου. Το δωμάτιο γέμισε με κομμάτια καθρέφτη, κάθε ένα από τα οποία έμοιαζε να κρύβει μια μικρή αλήθεια ή ένα όνειρο που ζητούσε να αναδυθεί.
Ξαφνικά, η συνειδητοποίηση χτύπησε τον Γεώργιο σαν κεραυνός: κάθε κομμάτι του καθρέφτη ήταν ένα κομμάτι της ύπαρξής του, ένα κομμάτι του κόσμου που είχε δημιουργήσει για τον εαυτό του. Σηκώνοντας ένα κομμάτι, παρατήρησε έναν κόσμο όπου οι σκηνές από το παρελθόν του συνυπήρχαν με τις φαντασίες του μέλλοντος. Είχε δημιουργήσει έναν κόσμο γεμάτο από τις αλήθειές του και τα όνειρά του, ένα παράλληλο σύμπαν που αποδείκνυε ότι το ένα δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το άλλο.
Η στιγμή της συνειδητοποίησης του ήταν η στιγμή που ο ίδιος ο χρόνος έμοιαζε να σταματά. Στη θέση του, εμφανίστηκε ένας πελώριος ωκεανός από χρώματα και εικόνες, όπου οι ροές των αποχρώσεων συνδυάζονταν με τα ρεύματα των σκέψεων. Τα όνειρα που είχε ζήσει, τα απωθημένα του και οι επιθυμίες του συνθέτονταν σε ένα αέναο έργο τέχνης.
Με μια τελευταία ματιά στο σύμπαν του καθρέφτη, ο Γεώργιος συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τίποτα να ανακτήσει ή να κατανοήσει πέρα από την απλή αλήθεια ότι οι αλήθειες και τα όνειρα ήταν αξεχώριστα κομμάτια του ίδιου παζλ. Στο τέλος, αυτό που απομένει είναι μια εσωτερική συμφιλίωση, μια αποδοχή ότι η πραγματικότητα είναι απλώς μια συνεχιζόμενη σύνθεση του συνειδητού και του υποσυνείδητου, ενός διαρκούς χορού όπου η αλήθεια και τα όνειρα γίνονται ένα.